αειλαμπής

αειλαμπής
ἀειλαμπής, -ές (AM)
ο πάντοτε φωτοβόλος, φεγγοβόλος, λαμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + λάμπω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἀειλαμπῆ — ἀειλαμπής ever shining neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀειλαμπής ever shining masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀειλαμπής ever shining masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειλαμπές — ἀειλαμπής ever shining masc/fem voc sg ἀειλαμπής ever shining neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • ՄՇՏԱՊԱՅԾԱՌ — ( ) NBH 2 0290 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 10c, 11c ա. ἁειλαμπής semper lucens, splendens, perpetuo fulgore rutilans. Միշտ պայծառ. մշտափայլ. անաղօտ. *Լոյս մի, աստուած, մշտապայծառ՝ երեքապայծառ. Ածաբ. նոր կիր.: *Դու լոյս իսկ բնութեամբ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”